Λυκέας

Λυκέας
Λυκέᾱς , Λυκέης
masc acc pl
Λυκέᾱς , Λυκέης
masc nom sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Λυκέας — (3oς αι. π.Χ.). Ποιητής από το Άργος. Εξιστόρησε όσα συνέβησαν στην πόλη του μέχρι τον θάνατο του Πύρρου. Ο Παυσανίας τον χρησιμοποίησε ως πηγή για τα συγγράμματά του …   Dictionary of Greek

  • λυκέας — λυκέᾱς , λυκέη wolf s skin fem acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”